άμεστος

άμεστος
άμεστος, -η, -ο και αμέστωτος, -η, -ο
1. (για καρπούς), αυτός που δεν είναι μεστωμένος, ώριμος: Τα στάρια ήταν ακόμη αμέστωτα.
2. (για ανθρώπους), αυτός που δεν ωρίμασε σωματικά ή πνευματικά: Το μυαλό του είναι ακόμα αμέστωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άμεστος — η, ο [μεστός] 1. (για καρπούς) αυτός που μέστωσε ακόμη, αγίνωτος, άγουρος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έφθασε ακόμη σε σωματική ή πνευματική ωριμότητα, ο σωματικά ή πνευματικά ανώριμος …   Dictionary of Greek

  • άθρεφτος — η, ο 1. αυτός που δεν τράφηκε καλά: Τα χοιρινά τους ήταν ακόμη άθρεφτα. 2. αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη, άμεστος: Στάρια και κριθάρια ήταν ακόμη άθρεφτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέμυαλος — η, ο άμυαλος: Ήταν ακόμη πολύ νέος, άμεστος και ανέμυαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”